- χυμοταξία
- η, Νβλ. χημικοταξία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χημικοταξία — και χημοταξία και χυμοταξία, η, Ν (παλ. όρος) χημειοτακτισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. chemotaxis (< χημεία / χημικός + τάξη + ία)] … Dictionary of Greek